- παρερπύζω
- παρερπ-ύζω, = sq. 1,A
παρερπύζων Διονύσῳ Nonn.D.9.110
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρερπύζων Διονύσῳ Nonn.D.9.110
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρερπύζων — παρερπύζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέρπω — και παρερπύζω Α 1. έρπω κρυφά, γλιστρώ 2. (για ρήτορα) (στον Αριστοφ.) παρουσιάζομαι μπροστά προκειμένου να μιλήσω 3. (στους Δωριείς) πλησιάζω κάπου («παρέρπειν ἐν τὸ ἱερόν», επιγρ.) 4. εμφανίζομαι δημοσίως … Dictionary of Greek
παρερπύσας — παρερπύσᾱς , παρέρπω creep secretly up to aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) παρερπύσᾱς , παρερπύζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρερπύσασα — παρερπύσᾱσα , παρέρπω creep secretly up to aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) παρερπύσᾱσα , παρερπύζω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρερπύσασαν — παρερπύσᾱσαν , παρέρπω creep secretly up to aor part act fem acc sg (attic epic ionic) παρερπύσᾱσαν , παρερπύζω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)